Παρνάσσιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρνάσσιον — Παρνάσσιος masc acc sg Παρνάσσιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρνασσίαις — Παρνάσσιος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρνασσίους — Παρνάσσιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρνασσίῳ — Παρνάσσιος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρνάσσιοι — Παρνάσσιος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρνασσία — Παρνασσίᾱ , Παρνάσσιος fem nom/voc/acc dual Παρνασσίᾱ , Παρνάσσιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρίτης — (I) δωρίτης, ο (Α) (για αγώνα) αυτός στον οποίο παίρνει δώρο ο νικητής. (II) ο ονομασία τής πεταλούδας παρνάσσιος*. η οποία είναι συνηθισμένη στα ελληνικά βουνά … Dictionary of Greek
πεταλούδα — I Ακμαίο στάδιο των λεπιδόπτερων. Είναι έντομο με μικρό κεφάλι, αλλά ιδιαίτερα αναπτυγμένο κατά την έννοια του πλάτους τα πλευρικά μάτια είναι σύνθετα, μεγάλα και αποτελούνται από πολυάριθμα ομματίδια ή απλά μάτια (μέχρι 27.000 στη σφίγγα του… … Dictionary of Greek
αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας … Dictionary of Greek
Παρνασσίαν — Παρνασσίᾱν , Παρνάσσιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)